- συνεστραμμενως
- συνεστραμμένωςσυν-εστραμμένωςсжато
(εἰπεῖν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰπεῖν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεστραμμένως — as if twisted up indeclform (adverb) συστρέφω twist up perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεστραμμένως — Α επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος τού συστρέφω] … Dictionary of Greek